σφαιρόμορφος

σφαιρόμορφος
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει μορφή σφαίρας, σφαιρικός, σφαιροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

  • ԳՆԴԱՁԵՒ — (ի, ից.) NBH 1 0565 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. ԳՆԴԱՁԵՒ կամ ԳՆՏԱՁԵՒ σφαιροειδής, σφαιρόμορφος , σφαιρωτήρ, στρογγύλος sphaericus, globosus, pilaris, rotundus, teres Գնդատեսակ. գնդատեսիլ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”